- υφαντικός
- -ή, -ό / ὑφαντικός, -ή, -όν, ΝΑ[ὑφάντης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» — ο αργαλειόςθ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική(ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής υφασμάτωννεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο υφαντικός·ο υφαντής2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντικάαμοιβή για την κατασκευή υφάσματος3. φρ. α) «υφαντικές ύλες»(οικον.-τεχνολ.) ύλες από τις οποίες λαμβάνονται ίνες κατάλληλες για την κατασκευή νημάτων και υφασμάτων και από τις οποίες κυριότερες είναι το βαμβάκι, το μαλλί, το μετάξι, το λινάρι και το καννάβι, καθώς και διάφορες τεχνητές και συνθετικές ύλες, όπως είναι η κυτταρίνη, το ρεγιόν κ.άβ) «υφαντικές ίνες»(οικον.-τεχνολ.) ίνες που παράγονται από τις υφαντικές ύλεςγ) «υφαντική μηχανή»τεχνολ. ο μηχανικός αργαλειός ή μηχανικός ιστόςαρχ.1. ο επιδέξιος στην υφαντική2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑφαντικόνη άσκηση τού υφαντικού έργου3. φρ. «τὸ τέλος τοῡ ὑφαντικοῡ» — φόρος επιβαλλόμενος στον υφάντη.επίρρ...ὑφαντικῶς Αόπως ο υφάντης, με υφαντική τέχνη («καλῶς δ' ἐστὶ ὑφαντικῶς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.